Το νήμα της ζωής του κόπηκε από υπερβολική δόση ηρωΐνης – Ακόμα και σήμερα μνημονεύεται ως ο «ασυμβίβαστος» της ελληνικής ροκ μουσικής
«Ο τελευταίος των Ζορμπάδων, ήταν ο Zorba “The Freak”. Και πριν από μισή δεκαετία, ανέβηκε στο αλογάκι του, φόρεσε το καπελάκι του, είπε στην κοινωνία: “Καμπόυ, ξεκαμπόυ και σου γαμώ το σόι”, και μετά γύρισε προς τα μας και είπε: “See you later alligators!!!, άντε και καλή τύχη μάγκες… εγώ πάω να βρω τη μανούλα μου”. Γι’ αυτόν ήμουν ο θείος. Ετσι όπως διάλεξε τους φίλους του, διάλεξε και τους “συγγενείς” του, διάλεξε την “oικογένειά ” του, τα κατάφερε. Και σίγουρα, ο ίδιος διάλεξε και το τελευταίο του ταξίδι. Ο ανηψιός, ήταν ένας ελεύθερος πρίγκιπας, ο τελευταίος και είμαι περήφανος γι’ αυτόν. Παυλάκι μου, οι καιροί εξακολουθούν να είναι δύσκολοι για τους πρίγκιπες. Σε φιλώ, ο θείος σου ο Μήτσος. Και για την αντιγραφή Δημήτρης Πουλικάκος».
Με αυτά τα λόγια «ο θείος Νώντας» του ελληνικού ροκ αποχαιρέτισε τον «πρίγκιπα» Παύλο Σιδηρόπουλο ο οποίος πέρασε στην απέναντι όχθη τα ξημερώματα της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου 1990, έχοντας νικηθεί από τους «δαίμονές» του, τα ναρκωτικά και συγκεκριμένα την ηρωΐνη. Τραγική ειρωνεία: Ο «ασυμβίβαστος» Παύλος που συστηνόταν ως δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά αλλά και ως ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και ήταν ένας από τους τρεις «Άγιους των Εξαρχείων» είχε την ίδια τύχη με την Κατερίνα Γώγου και τον Νικόλα Άσημο, τα άλλα δύο μέλη της τριάδας. Κανείς τους δεν νίκησε τους δαίμονές του. Ο Άσημος πέθανε τον Μάρτη του 88, σε ένα υπόγειο της Καλλιδρομίου, ενώ η Γώγου βρέθηκε νεκρή στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της έχοντας καταναλώσει ένα κοκτέιλ από αλκοόλ και χάπια.
Και οι ειρωνείες της τύχης συνεχίζονται. Στο αφιέρωμα του Δημήτρη Τζάθα, «Αυτοί που έφυγαν νωρίς», για τον Παύλο Σιδηρόπουλο μιλάει και ο Βλάσσης Μπονάτσος, ο οποίος έφυγε επίσης νωρίς.
«Από τους ιδιότυπους εκφραστές εκείνης της γενιάς, ο Βλάσσης Μπονάτσος γνώριζε τόσο τον Σιδηρόπουλο όσο και τη Γώγου. Μάλιστα υπήρξε ο άτυχος – τυχερός να περάσει μαζί με τον Σιδηρόπουλο, το προηγούμενο βράδυ του θανάτου του: «Είχαμε πάει σ’ ένα μπαρ. Διασκεδάζαμε. Ήμασταν μια παρέα και ο Παύλος ανέδυε ζωντάνια. Έκανε τα καλαμπούρια του, τις πλάκες του. Μας πείραζε και τον πειράζαμε. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως, την επόμενη μέρα, θα χανόταν…», είχε πει ο «Απαράδεκτος» αιώνιος έφηβος της ελληνικής ροκ.
«Η ηρωΐνη σκοτώνει, αυτή είναι η μόνη διαφορά
Λες και είχε προφητεύσει το τέλος του που ήρθε εκείνο το πρωϊνό της 6ης Δεκέμβρη συνήθιζε να λέει ότι «πρέζες υπάρχουν πολλές. Δεν είναι μόνο η ηρωίνη. Αλλά η ηρωίνη σκοτώνει, αυτή είναι η μόνη διαφορά». Σύμφωνα με όσα περιγράφει ο Μανώλης Νταλούκας στις σελίδες του βιβλίου του «Το βιβλίο των ηρώων του τρόμου» η μοιραία συνάντηση του «πρίγκιπα» με τα ναρκωτικά χρονολογείται κάπου στα τέλη των 70’s. Συγκεκριμένα τα Χριστούγεννα του 1977 γνωρίστηκε με τη Γιόλα Αναγνωστοπούλου, τη φίλη και συμμαθήτρια του μεγάλου του έρωτα, της Κάθυ, στο Κολέγιο Αθηνών. Μία σύντομη παρένθεση. O Παύλος είχε γράψει και τραγούδι για την Κάθι υπό τον τίτλο «στην Κ».
«Το Κ. του τραγουδιού “Στην Κ.”! Ήταν κοπέλα του για μικρό χρονικό διάστημα, συμμαθήτρια της Γιόλας στο Κολέγιο Αθηνών μάλιστα. Πρώτα τα έφτιαξε μαζί της και μετά με τη Γιόλα. Ο στίχος “τριάκοντα αργύρια αντίτιμο σιωπής” γράφτηκε για την Kathy που ερωτεύθηκε τον γνωστό Απόστολο Δοξιάδη και τον άφησε. Φράση του Παύλου, παρμένη απ’ τα Ευαγγέλια!», είχε δηλώσει σχετικά η αδερφή του Μελίνα σε συνέντευξή της στη Lifo.
Επανερχόμαστε στη γνωριμία με τη Γιόλα. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Μοιραία ερωτεύτηκαν. Μαζί έζησαν πολλές στιγμές έρωτα αλλά και πάθους με τα ναρκωτικά. Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου προσπάθησε να κόψει από τον σκοτεινό κόσμο των ουσιών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ξεκίνησε να πίνει πολύ και να καπνίζει αγνοώντας τις συστάσεις των γιατρών. Εν τέλει έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 50 ετών λόγω του κατεστραμμένου συκωτιού της. Ο έρωτάς των δύο κράτησε για τρία χρόνια και έληξε το 1980 όταν η Γιόλα Αναγνωστοπούλου έφυγε για σπουδές στη Γαλλία.
Το βράδυ που του ανακοίνωσε ότι φεύγει για το εξωτερικό ο «πρίγκιπας» έγραψε το διάσημο τραγούδι «Μου πες θα φύγω». Έκρυψε τους στίχους σε ένα συρτάρι και μετά από χρόνια ακολούθησε η μουσική του και η ηχογράφησή του.
Σημειώνεται ότι κάποια στιγμή και ενώ η Γιόλα Αναγνωστοπούλου βρισκόταν στην «πόλη του φωτός» της έγραψε το ακυκλοφόρητο τραγούδι «Come to me» και της το έστειλε με μία κασέτα.
Σε ένα χειρόγραφο του Παύλου Σιδηρόπουλου το οποίο έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα www.pavlos-sidiropoulos.gr τονίζεται πως «τα πρώτα “τρυπήματα” έγιναν το καλοκαίρι των προβών πριν η Γιόλα φύγει για Παρίσι, όπου στη Βενσέν σπούδαζε φιλοσοφία. Πρώην Κνίτισα συνειδητοποιούσε (αργά το κατάλαβα ή ο έρωτας;) ένα αδιέξοδο και είχε διαλέξει τον τρόπο της εντυπωσιακής αυτοκαταστροφής. Εγώ είμαι ερωτευμένος. Έχω την ψυχολογία του “τι έχω να χάσω” παρ’ όλο που ξέρω και έχω ήδη μετρήσει αρκετούς νεκρούς (γνωστούς και φίλους)».
Τα χρόνια πέρασαν, ο πρίγκιπας συνέχιζε να κάνει θραύση στην ελληνική ροκ σκηνή με τα τραγούδια του. Ωστόσο, το 1990 η ζωή του πήρε διαφορετική τροπή. Το καλοκαίρι άρχισε να παραλύει το αριστερό του χέρι. Οι γιατροί υπέθεταν ότι είχε πρόβλημα στα αγγεία, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε. Η επίσημη διάγνωση ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος».
Το πρόβλημα με την υγεία του και ο θάνατος της μητέρας του λίγους μήνες πριν τον έκαναν ψυχολογικό ράκος. Το φθινόπωρο του ’90 άρχισε τις συνηθισμένες του εμφανίσεις στο κλαμπ «Αν». Εκεί εμφανιζόταν με δεμένο το χέρι του. Στις 4 Δεκεμβρίου είχε πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου, αλλά ήταν μεθυσμένος, διαπληκτίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος «Απροσάρμοστοι» και έφυγε με μια φίλη του. Δυό μέρες μετά έφυγε για το ταξίδι χωρίς επιστροφή…
Ποιος ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος
Ο πατέρας του Κώστας είχε καταγωγή από μεγαλοαστική οικογένεια καπνέμπορων του Πόντου και είχε τη βιοτεχνία παραγωγής χαρτιού ΕΛΦΩΤ. Από την πλευρά της μητέρας του Τζένης ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της πεζογράφου και παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, λογοτέχνιδος και πρώτης συζύγου του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη.
Μέχρι την ηλικία των έξι η οικογένεια του έμεινε στη Θεσσαλονίκη στο σπίτι του παππού του ενώ μετά τη γέννηση της αδερφής του Μελίνας η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Αρχικά στα Πατήσια και από το 1970 μέχρι και το 1984 στην οδό Δροσοπούλου στην Κυψέλη. Ως μαθητής έπαιρνε καλούς βαθμούς χωρίς όμως να δείχνει ιδιαίτερη αγάπη για τα μαθήματα. Η πρώτη του επαφή με τη μουσική έγινε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60.
Το 1967 o Σιδηρόπουλος τέλειωσε το σχολείο και πέρασε στο Μαθηματικό Τμήμα του ΑΠΘ. Εκεί ήταν συμφοιτητής καθώς και συγκάτοικος με τον μετέπειτα τραγουδοποιό Βαγγέλη Γερμανό. Μάλιστα εκείνη την περίοδο έπαιζαν συχνά μαζί μουσική. Παράλληλα κυκλοφορούσε στη ροκ σκηνή της πόλης, παρακολουθώντας συχνά το συγκρότημα «Μακεδονομάχοι», αλλά χωρίς να δίνει την εντύπωση πως θα ασχολιόταν ενεργά με τη μουσική δημιουργία.
To 1969 θα γνωριστεί με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, τότε κιθαρίστα των Olympians σε μια συναυλία τους και αμέσως δέθηκαν, συνειδητοποιώντας πως ταιριάζουν τα μουσικά τους γούστα. Κατέβηκαν στην Αθήνα και αποφάσισαν να δημιουργήσουν το συγκρότημα-ντουέτο Δάμων και Φιντίας, όνομα εμπνευσμένο από τους δύο ομώνυμους πιστούς φίλους.
Ήρθαν σε επαφή με τον Τάσο Φαληρέα, τότε ιδιοκτήτη δισκάδικου και σύμβουλου της δισκογραφικής εταιρείας Λύρα όπου και κυκλοφόρησαν το σίνγκλ 45 στροφών Το ξέσπασμα / Ο κόσμος τους.
Το 1971 έπαιξαν στο συναυλιακό χώρο Κύτταρο σε μια σειρά από συναυλίες μαζί με τους Socrates και Εξαδάκτυλος. Την ίδια χρονιά συμμετείχαν με δύο κομμάτια στο δίσκο «Ζωντανοί» στο «Κύτταρο». Στο «Κύτταρο» γνωρίστηκαν με τους Θανάση Γκαϊφύλλια, Δημήτρη Πουλικάκο αλλά και με τα Μπουρμπούλια που έπαιζαν με τον Διονύση Σαββόπουλο.
Το 1972 τα Μπουρμπούλια είχαν έρθει σε ρήξη με τον Σαββόπουλο και στη συνέχεια δύο από τα μέλη τους αποχώρησαν. Οι Σιδηρόπουλος και Δεληγιαννίδης τους αντικατέστησαν και μπήκαν στο συγκρότημα μαζί με τα δύο εναπομείναντα μέλη, τον Νίκο Τσιλογιάννη (ντραμς) και τον Βασίλη Ντάλα (μπάσο). Το νέο σχήμα των Μπουρμπουλιών ξεκίνησε να εμφανίζεται ζωντανά σε διάφορους χώρους της Αθήνας.
Λίγο μετά κυκλοφόρησε το δίσκο 45 στροφών «Ο Ντάμης ο σκληρός», το οποίο αρχικά ονομαζόταν «Ο Ντάμης ο ληστής» αλλά η δισκογραφική εταιρεία ζήτησε αλλαγή του τίτλου για να αποφύγει προβλήματα με τη λογοκρισία.
Το συγκρότημα όμως δεν κατάφερε να βρει εταιρεία για να κυκλοφορήσει δίσκο μεγάλης διάρκειας ενώ μια μαγνητοσκοπημένη τους εμφάνιση για την εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη «Δισκοθήκη» που είχε θεματολογία για τη νεολαία κόπηκε από τη λογοκρισία.
Στην Αθήνα δεν υπήρχαν ευκαιρίες για ζωντανές εμφανίσεις ύστερα και από την άρνηση του Σαββόπουλου να συνεργαστεί μαζί τους. Πήγαν στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1973 προσπαθώντας να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα εκεί αλλά τα έσοδα από τις συναυλίες ήταν χαμηλά.
Ο Δεληγιαννίδης έφυγε σύντομα για την Αγγλία και στις αρχές του 1974 το συγκρότημα διαλύθηκε. Λιγο μετά ο Σιδηρόπουλος επέστρεψε στην Αθήνα ύστερα από παράκληση της οικογένειας του που πήγε να τον βρει και εργάστηκε για λίγο στην επιχείρηση του πατέρα του.
Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης το ενδιαφέρον του κοινού είχε επικεντρωθεί στο πολιτικό τραγούδι και το ροκ είχε περάσει στο περιθώριο. Λίγους μήνες μετά από την επιστροφή του στην Αθήνα συνεργάστηκε με έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του πολιτικού τραγουδιού, τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Είχε συμμετοχή ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του, τα έργα Θεσσαλικός κύκλος (1974), και Οροπέδιο (1976), ενώ είχε και μια ελάχιστη συμμετοχή σε ένα τραγούδι του δίσκου Ανεξάρτητα (1975).
Ακόμη έκανε μουσικές και θεατρικές εμφανίσεις στις συναυλίες του Μαρκόπουλου. Στις 4 και 6 Οκτωβρίου του 1976 ο συνθέτης πραγματοποίησε συναυλίες στο Ηρώδειο, με τη συμμετοχή του Σιδηρόπουλου, οι οποίες μαγνητοσκοπήθηκαν και ηχογραφήθηκαν αλλά κυκλοφόρησαν μόλις το 1990.
Έτσι έκλεισε η πρώτη περίοδος της συνεργασίας του με τον Μαρκόπουλο, στην οποία ο Σιδηρόπουλος τα επόμενα χρόνια θα αναφερόταν αρνητικά σε συνεντεύξεις του, χαρακτηρίζοντας την μια νεκρή περίοδο για τον ίδιο. Όμως αργότερα, στα τέλη του 1986, οι δύο τους θα συνεργάζονταν ξανά, καθώς ο Σιδηρόπουλος ερμήνευσε τέσσερα τραγούδια και δύο ποιήματα στον δίσκο του συνθέτη «Τολμηρή Επικοινωνία».
Αν και ένιωθε ότι είχε φτάσει σε καλλιτεχνικό τέλμα κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τον Μαρκόπουλο, η περίοδος εκείνη ήταν σημαντική για την προσωπική του ζωή. Την άνοιξη του 1976 πήρε απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία για ψυχολογικούς λόγους.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο Σιδηρόπουλος είχε ηχογραφήσει ένα τραγούδι για τον ιστορικό δίσκο του φίλου του Δημήτρη Πουλικάκου «Μεταφοραί εκδρομαί ο Μήτσος» που κυκλοφόρησε το 1976.
Στις 6 Νοεμβρίου του 1977 ο Δημήτρης Πουλικάκος είδε ζωντανά το συγκρότημα «Σπυριδούλα» στο κινηματοθέατρο «Κνωσός». Γνωρίζοντας πως ο Σιδηρόπουλος έψαχνε μουσικούς για να ηχογραφήσει τις συνθέσεις του, του πρότεινε να τους συναντήσει. Αρχικά συνεργάστηκε σε προσωρινή βάση με το συγκρότημα, ερμηνεύοντας διασκευές ξένων τραγουδιών στις συναυλίες τους στην επαρχία. Η συνεργασία τους οριστικοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1978 με σκοπό την ηχογράφηση του άλμπουμ «Φλου».
Το συγκρότημα και ο Σιδηρόπουλος ξεκίνησαν εντατικές πρόβες επάνω στα κομμάτια του δίσκου στο κλαμπ Χόμπι που τους είχε παραχωρηθεί. Τον Οκτώβριο μπήκαν στο στούντιο και ηχογράφησαν αρχικά ένα ντέμο με δύο κομμάτια, τα «Μπάμπης ο Φλου» και «Ξέσπασμα», με το τελευταίο να είναι διασκευή ενός κομματιού που είχε ηχογραφήσει ο Σιδηρόπουλος με τους Δάμων και Φιντίας.
Μέσα από τη γνωριμία του Σιδηρόπουλου με τον Θοδωρή Σαραντή, τότε υπεύθυνου ξένου ρεπερτορίου της ΕΜΙΕΛ (τέως Columbia), ήρθε σε επαφή με τον διευθυντή της εταιρείας Γιώργο Πετσίλα ο οποίος συμφώνησε να κυκλοφορήσει το δίσκο.
Την παραγωγή του δίσκου ανέλαβε ο Σαραντής με βοηθό τον Μάνο Ξυδούς και οι ηχογραφήσεις έγιναν στα στούντιο της Columbia στη Ριζούπολη. Συμμετείχε μια σειρά έμπειρων μουσικών που γνωρίζονταν για χρόνια με τον Σιδηρόπουλο όπως οι Νίκος Πολίτης (κατά καιρούς μέλος του Εξαδάκτυλου και των Socrates), ο Δημήτρης Πολύτιμος (MGC και Εξαδάκτυλος) και ο Γιώργος Μαγκλάρας που έπαιξε ηλεκτρικό βιολί στο ψυχεδελικό «Η ώρα του Stuff», το πρώτο τραγούδι του Σιδηρόπουλου που αναφέρεται στα ναρκωτικά.
Στο κομμάτι αυτό έκανε φωνητικά η Δήμητρα Γαλάνη χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομα της γιατί είχε μόλις αλλάξει δισκογραφική εταιρεία. Οι ηχογραφήσεις σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν δύσκολες με τον Σιδηρόπουλο να έρχεται σε ρήξη με το άπειρο συγκρότημα, εν μέρει λόγω των προβλημάτων εθισμού.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε καθυστερημένα τον Μάιο του 1979. Η υποδοχή του από τον ειδικό τύπο ήταν γενικά θετική. Οι πωλήσεις όμως ήταν απογοητευτικές και δεν ξεπέρασαν τις 5.000.
Τα επόμενα χρόνια όμως η αποδοχή και οι πωλήσεις του Φλου θα αυξάνονταν θεαματικά, με το δίσκο να κάνει διαρκείς επανεκδόσεις, ενώ το 1992 ψηφίστηκε από τους συντάκτες του περιοδικού Ποπ+Ροκ ως το «καλύτερο άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής ροκ σκηνής».
Οι Σπυριδούλα με τον Σιδηρόπουλο έκαναν μια σειρά ζωντανών συναυλιών για την υποστήριξη του δίσκου όμως λίγους μήνες μετά οι δρόμοι τους χώρισαν, πιθανόν γιατί οι Σπυρόπουλοι ήθελαν να ακολουθήσει το συγκρότημα μια πιο ξεκάθαρη πολιτική γραμμή.
Η πρώτη επαφή του Σιδηρόπουλου με την υποκριτική είχε γίνει κατά τη διάρκεια των ζωντανών εμφανίσεων του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον ρόλο του να έχει αρκετά θεατρικά στοιχεία. Το καλοκαίρι του 1977 μέσω του Τόλη Μαστρόκαλου, μπασίστα των Σπυριδούλα γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο, γνωστού για την ταινία του Αλδεβαράν.
Ο Ανδρέας Θωμόπουλος εντυπωσιάστηκε από τη σκέψη και τη φωτογένεια του Σιδηρόπουλου και, επιθυμώντας να συνεργαστούν, προσάρμοσε το σενάριο της επόμενης ταινίας του, «Ο Ασυμβίβαστος», στον χαρακτήρα του. Ο Σιδηρόπουλος δέχθηκε να πρωταγωνιστήσει, παρά τις επιφυλάξεις του για το σενάριο, ενώ τραγουδούσε και όλα τα τραγούδια της ταινίας. Τα γυρίσματα έγιναν το 1977 και τη γενική επιμέλεια της μουσικής επένδυσης της ταινίας είχε ο συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής Γιώργος Θεοδωράκης, γιος του Μίκη.
Ο τελευταίος έγραψε και ένα τραγούδι για την ταινία, το «Κάποτε θα ‘ρθουν» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τέσσερα τραγούδια για το σάουντρακ έγραψε και ο Θωμόπουλος, ανάμεσα τους τη μπαλάντα «Να μ’αγαπάς» το οποίο αρχικά δεν ακούστηκε ιδιαίτερα αλλά μετά το θάνατο του Σιδηρόπουλου έγινε πολύ δημοφιλές στο ραδιόφωνο και διασκευάστηκε από διάφορους καλλιτέχνες.
Η ερμηνεία του Σιδηρόπουλου πήρε θετικές κριτικές όμως η ταινία είχε μια αδιάφορη πορεία τόσο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του 1979 όσο και στις αιθουσες. Στην καριέρα του ως ηθοποιού περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη Οικογένεια Ζαρντή (ΕΡΤ, 1982) όπου έπαιζε το ρόλο ενός οπιομανούς γαλλοθρεμμένου αστού των αρχών του 20ου αιώνα.
Το καλοκαίρι του 1979 ο Σιδηρόπουλος είχε μείνει χωρίς συγκρότημα και κατά καιρούς συνεργαζόταν με τον Τόλη Μαστρόκαλο και τον κιθαρίστα Θόδωρο (Τέρρυ) Παπαντίνα, τέως μέλος των «Μακεδονομάχων» τους οποίους ακολουθούσε φανατικά ο Σιδηρόπουλος στα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Αποφάσισαν να φτιάξουν συγκρότημα και στο σχήμα προστέθηκαν οι Στίλπων Νέστορας (ρυθμική κιθάρα) και ο Γιώτης Μπαγκάλας (ντραμς).
Ο Μπαγκάλας έμεινε λιγότερο από ένα μήνα και τον αντικατέστησε ο Τζίμης Τζιμόπουλος, τέως μέλος των Idols. Ο τελευταίος πρότεινε και το όνομα Art Associations για το συγκρότημα αλλά ο Σιδηρόπουλος επέμεινε να ελληνοποιηθεί σε Εταιρεία Καλλιτεχνών.
Το γκρουπ πραγματοποίησε μια σειρά ζωντανών εμφανίσεων όπου έπαιζε διασκευές ξένων κομματιών και μερικά τραγούδια από το Φλου αλλά δεν κυκλοφόρησε δίσκο. Ένα όμως τραγούδι από αυτήν την περίοδο, το «Clown», θα περιλαμβανόταν στον κατοπινό δίσκο του Σιδηρόπουλου Zorba the freak.
Το 1980 ο Παύλος Σιδηρόπουλος κατέληξε σε ένα σχήμα που με λίγες αλλαγές παίζει μαζί του μέχρι το τέλος, τους Απροσάρμοστους. Μαζί ηχογραφούν μια σειρά σημαντικών δίσκων και έχουν συνεχή ζωντανή παρουσία. Το 1982 κυκλοφορούν το Εν λευκώ. Τα τραγούδια «Η» και «Αντεργκράουντ με στρας» λογοκρίνονται, για «προτροπή στη χρήση ναρκωτικών» και το τραγούδι «Ύστατη στιγμή» για «προσβολή της δημοσίας αιδούς».
Το 1985 κυκλοφορούν το Zorba the freak. Το 1987 πραγματοποιεί μια συγκλονιστική εμφάνιση στο Ηρώδειο στη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου Τολμηρή επικοινωνία -που κυκλοφόρησε και σε δίσκο με αυτό τον τίτλο- ερμηνεύοντας τραγούδια σε στίχους του Δημήτρη Βάρου και απαγγέλοντας ποιήματα του ιδίου από το βιβλίο Θηρασία. Το 1988 συμμετέχει στο δίσκο Ηλεκτρικός Θησέας (μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος, στίχοι Δημήτρης Βάρος). Το 1989 κυκλοφορεί το Χωρίς μακιγιάζ (ηχογραφημένος ζωντανά στο συναυλιακό χώρο Μετρό).
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου, στις 10 Δεκεμβρίου 1990.